What is this verb?
τσινώ < μεσαιωνική ελληνική <τινώ <τινάζω <τινάσσω
τσινώ και τσινάω
- επί υποζυγίων: λακτίζω, κλωτσώ προς τα πίσω λόγω εξαγρίωσης
- επί ανθρώπων: ερεθίζομαι, εξοργίζομαι, δυστροπώ
- αρνούμαι ν΄αποδεχτώ κάτι, αντιδρώ στην ιδέα
τσινάνε - they kicked off (like a horse bucking) or also can mean they resisted
Ναι!