Définition de teichogyrizan??
Δεν υπάρχει ρήμα τειχογυρίζω. Το έχεις ακούσει ή το έχεις δει γραμμένο?
This is a compound word, made up of τείχος (wall) and γυρίζω (to run, return, rotate, etc.).
From the context of the story, κάστρα γερά και γεμάτα στρατιώτες τειχογύριζαν το βασίλειο. I would translate this as something like:
Old castles and great armies encircled the kingdom (like walls).
But, I’m only an beginner/intermediate Greek learner.
The word comes from a novella entitled Παραμύθι χωρίς όνομα by Πηνελόπη Δέλτα that I uploaded here last year. I think the story has a good many “fantasy” words.
Βρήκα το ρήμα “περιτειχίζω” από τα Αρχαία Ελληνικά, το οποίο σημαίνει “περιβάλλω με τείχος” και κατ’ επέκατση “οχυρώνω” κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά. Μπορούμε να θεωρήσουμε το ρήμα “τειχογυρίζω” ως (σαν) παράφραση του ρήματος “περιτειχίζω”.
Φοβάμαι οτι ασχολείσαι με Ελληνικές λέξεις, που δεν θα ακούσεις σήμερα πουθενά στην Ελλάδα. Οπότε αν δεν βρίσκεις κάποιες λέξεις στο λεξικό, ξέχασέ τες για να μην χάνεις το χρόνο σου και απογοητεύεσαι. Καλύτερα να βρείς κείμενα από εφημερίδες, ώστε να έχουν σχέση με την Ελληνική γλώσσα της εποχής μας.
I agree with you of course, but it’s also a good lesson about the Greek language, which, like German, is incredibly plastic: putting words together to create interesting meanings is part of your language, we learners might as well get used to it.
Υπάρχουν πολύ πιο ενδιαφέρουσες συνθετες λέξεις σήμερα, γιατί το μορφωτικό επίπεδο έχει ανέβει. Στην εποχή της Πηνελόπης Δέλτα η λογοτεχνία ήταν και λίγο δακρύβρεχτη και ψεύτικη. Αυτό σημαίνει οτι πολλοί συγγραφείς παρίσταναν τους γλωσσοπλάστες, κάτι που είναι απαραίτητο βεβαια για την εξέλιξη της γλώσσας αλλά και του πολιτισμού, αλλά σ’ εκείνη την περίοδο είχαν ανάγκη να πρωτοτυπήσουν με γλυκανάλατους όμως τρόπους. Εκεί είναι η ένστασή μου, γιατί όταν μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα δεν έχεις άποψη για το υγιές και αυθεντικό τμήμα της και διαβαζεις ότι σου δίνουν.